- ανακόλουθος
- -η, -ο (AM ἀνακόλουθος, -ον)1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός2. ασυνεπής3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.)σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας προτάσεως, καθώς με τη γοργότητα τού λόγου μεταβάλλεται και ο ειρμός τών σκέψεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀκόλουθος.ΠΑΡ. ανακολουθία].
Dictionary of Greek. 2013.